Αφήστε το email σας
για να ενημερώνεστε για άρθρα και σεμινάρια
ψυχολογίας και παιγνιοθεραπείας!
Υποχρεωτικό!
Ελέγξτε το email σας!

Εγγραφή σε Newsletter

Γιατί η τιμωρία δεν πιάνει.

Το να είσαι γονιός δεν είναι εύκολο. Φυσιολογικό μέρος της ανάπτυξης ενός παιδιού είναι να έχει ξεσπάσματα θυμού, να κάνει λάθη, να μην μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του και να προβαίνει σε επικίνδυνες συμπεριφορές. Ο γονιός καλείται να τα διαχειριστεί όλα αυτά με υπομονή και σταθερά όρια, όμως δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Χρειάζεται ο γονιός να είναι ικανός ο ίδιος να ελέγξει τα συναισθήματά του, να έχει επίγνωση του εαυτού του και της ιστορίας του και να παρέχει ένα καλό μοντέλο στα παιδιά του για το πώς διαχειριζόμαστε συναισθήματα και καταστάσεις. Όλα αυτά είναι δεξιότητες που δύσκολα κατακτούνται και λίγοι γονείς τις έχουν. Οπότε, πολλοί είναι αυτοί που καταφεύγουν στην τιμωρία, ως μία εύκολη και γρήγορη λύση στο χάος που μπορεί να επικρατεί εκείνη την στιγμή.

Η τιμωρία μπορεί να πάρει τις εξής μορφές:

  • Σωματική βία (σφαλιάρες, χτυπήματα στον ποπό-χέρια-πόδια, τράβηγμα μαλλιών-αυτιών κτλ.)
  • Λεκτική βία (υποτιμητικές εκφράσεις, απειλές φόβου όπως πχ. αν δεν σταματήσεις θα γίνει χαμός, θα το πω στον πατέρα σου, θα σε πάρει ο μπαμπούλας κτλ)
  • Αποστέρηση κάποιου θετικού αντικειμένου-κατάστασης (δεν θα πάμε βόλτα, θα σου πάρω το κινητό κτλ)
  • Απομόνωση (πήγαινε στο δωμάτιό σου και σκέψου τι έκανες, θα σε βγάλω από την ομάδα κτλ)

Όταν έρχονται γονείς στο γραφείο και μου δίνουν πληροφορίες για το παιδί τους και την μεταξύ τους σχέση, τους ρωτάω πώς διαχειρίζονται μία σύγκρουση με το παιδί τους. Συχνά η απάντηση είναι με φωνές, απομόνωση ή σωματική βία. Η αμέσως επόμενη ερώτηση που κάνω είναι αν έχουν δει αποτέλεσμα με αυτόν τον τρόπο. Η απάντηση είναι πάντα «ΟΧΙ». Φαίνεται όταν απαντούν σε αυτήν την ερώτηση να το σκέφτονται λίγο, σαν να μην το είχαν συνειδητοποιήσει ποτέ ότι αυτό που κάνουν δεν έχει νόημα.

Ο λόγος για τον οποίο οι ειδικοί που δουλεύουμε με παιδιά, και ανθρώπους γενικότερα, είμαστε κατά της τιμωρίας, είναι όχι μόνο γιατί η βία είναι παράνομη και ανεπίτρεπτη καθώς τραυματίζει τον εγκέφαλο και έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση συναισθηματικών δυσκολιών, αλλά και γιατί δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, εκτός από το να περνάνε όλοι δύσκολα εκείνη την στιγμή. Τα παιδιά τρομοκρατούνται και υπακούουν λόγω του φόβου και οι γονείς χάνουν τον έλεγχο και νιώθουν ενοχές. Με λίγα λόγια, η σχέση γονέα-παιδιού εκείνη την στιγμή ραγίζει.

Οι άνθρωποι είμαστε σχεσιακά όντα. Που σημαίνει πως ζούμε μέσα από τον Άλλον, μαθαίνουμε ποιοι είμαστε μέσα από τον Άλλον και μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας όπως τα διαχειρίζονται οι Άλλοι γύρω μας. Το παιδί που δέχεται σωματική τιμωρία όταν έχει ένα ξέσπασμα θυμού, μαθαίνει πως ο θυμός του είναι ανεπίτρεπτος και δεν πρέπει να εκφράζεται. Την επόμενη φορά που θα θυμώσει με κάτι, θα προσπαθήσει να το καταπιέσει με αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου ο καταπιεσμένος θυμός να γίνει μια βαριά θλίψη, ένα μεγάλο βάρος που θα εκφράζεται μέσα από το σώμα. Ενώ ο θυμός είναι ένα απόλυτο φυσιολογικό συναίσθημα που νιώθουμε όλοι οι άνθρωποι, το παιδί θα νιώθει ενοχές που είναι θυμωμένο, ότι δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για να θυμώνει και ότι κανείς δεν είναι εκεί να το ακούσει. Επίσης, όταν δέχεσαι σωματική τιμωρία από ανθρώπους που σε αγαπάνε, μαθαίνεις πως η βία και η αγάπη μπορούν να πάνε μαζί. Επομένως εκλογικεύεις την βία που δέχεσαι, αφού το κάνουν για το καλό σου, αλλά υπάρχει και μεγάλη πιθανότητα να ασκήσεις βία σε ανθρώπους που αγαπάς, αφού έχεις μάθει ότι και αυτό είναι έκφραση αγάπης και «νουθεσίας».

Το παιδί που απομονώνεται στο δωμάτιό του ή αποχωρεί από την ομάδα επειδή δεν συμπεριφέρεται «σωστά», δεν έχει την ευκαιρία να λάβει διορθωτικές εμπειρίες από τους συνανθρώπους του. Δεν έχει την ευκαιρία να λάβει ανατροφοδότηση από τον Άλλον. Η σχέση με τον Άλλον διακόπτεται και το παιδί καλείται μόνο του να ηρεμήσει. Αυτό που χρειάζεται οι γονείς να καταλάβουν είναι πως κανένα παιδί όταν είναι μόνο του στο δωμάτιό του δεν σκέφτεται αυτό που έκανε. Μπορεί να αναρωτιέται τι έκανε και το έδιωξαν, μπορεί να νιώθει ενοχές που έχασε τον έλεγχο και ξέσπασε και τώρα είναι μόνο του, μπορεί να νιώθει αβοήθητο και πως σε στιγμές συναισθηματικά έντονες θα βιώνει μοναξιά και όχι συμπαράσταση. Καταρχάς, δεν του το επιτρέπει η γνωστική του ανάπτυξη να σκεφτεί αυτά που θα ήθελε ο ενήλικας να σκεφτεί. Το θέμα είναι πως όταν τα παιδιά δυσκολεύονται να διαχειριστούν συναισθήματα ή καταστάσεις, είναι δουλειά του ενήλικα να του δείξει και να του μάθει. Αυτές οι στιγμές είναι μεγάλες ευκαιρίες όχι μόνο για εκπαίδευση, αλλά για ισχυροποίηση του δεσμού του γονέα με το παιδί και για ενίσχυση της ανάπτυξης του εγκεφάλου του.

Το πρώτο βήμα για να ηρεμήσεις ένα παιδί, είναι να είσαι ήρεμος πρώτα εσύ. Αναρωτηθείτε εσείς πώς ελέγχετε το συναίσθημά σας εκείνη τη στιγμή που το παιδί σας παραφέρεται; Είστε θυμωμένος, αγχωμένος ή στεναχωρημένος; Και τι κάνετε για αυτό; Πώς βλέπει το παιδί σας να το διαχειρίζεστε; Γιατί περιμένουμε από ένα παιδί που δεν είναι νευροβιολογικά έτοιμο να διαχειριστεί περίπλοκα συναισθήματα να αυτορυθμιστεί, όταν εμείς οι ενήλικες δεν μπορούμε να το κάνουμε;

Η αυτορρύθμιση δεν μπορεί να έρθει αν δεν έχει υπάρξει συν-ρύθμιση με έναν ενήλικα που έχει αυτεπίγνωση. Οι απαντήσεις στο ερώτημα «Τι να κάνω όταν το παιδί μου παραφέρεται;» δεν αφορούν στο παιδί ή σε τεχνικές που κάνω στο παιδί, αλλά στον εαυτό μου και στο πώς εγώ παρατηρώ και ελέγχω το συναίσθημά μου. Ο εκφοβισμός και η περιθωριοποίηση δείχνει την αδυναμία των ενηλίκων να διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις και είναι ένδειξη ότι χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην αυτοφροντίδα πρώτα, ώστε να μπορέσει να υπάρξει φροντίδα της οικογένειας.